- διθειούχος
- -οονομασία τών θειούχων ενώσεων που περιέχουν δύο άτομα θείου στο μόριό τους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
αντικρυπτογαμικά και αντιπαρασιτικά — Με τον όρο αντικρυπτογαμικά χαρακτηρίζονται, με ευρεία έννοια, όλα τα επεξεργασμένα προϊόντα ή οι απλές ουσίες που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση εκείνων των ασθενειών των φυτών που οφείλονται σε φυτικά παράσιτα. Τα αντιπαρασιτικά –αν και… … Dictionary of Greek
σιδηροπυρίτης — ο ορυκτός διθειούχος σίδηρος: Στο Λαύριο υπάρχουν μεταλλεία σιδηροπυρίτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)